- πάνθυτα
- πάνθυτοςcelebrated with full sacrificesneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάνθυτος — ον, Α αυτός που εορτάζεται με κάθε είδους θυσίες, ο σεβαστός από όλους («θεῶν δ αὖ πάνθυτα θέσμι ἐξήνυσ «, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θυτος (< θύω), πρβλ. πολύ θυτος] … Dictionary of Greek